/Μια προσευχή για τον Αρθούρο Ρεμπώ

Μια προσευχή για τον Αρθούρο Ρεμπώ

Γράφει ο Δημοσθένης Δαββέτας Καθηγητής Φιλοσοφίας της Τέχνης ,ποιητής, εικαστικός, γεωπολιτιστικός αναλυτής

Πρωτοδιάβασα φοιτητής το ” μια εποχή στην κόλαση ” του Αρθούρου Ρεμπώ κι εντυπωσιάστηκα από την ωριμότητα λέξεων, εννοιών και συμβόλων. Ένιωσα το πάθος της γλώσσας που ηταν ανατρεπτική ,ασυγκράτητη. Ήταν τότε που έσκυψα με διψα να μάθω για το έργο και την ζωή του Ζαν-Νικολο Αρτυρ Ρεμπώ όπως ηταν το όνομα του.

Γεννήθηκε 20 Οκτωβρίου του 1854 στην Γαλλική αγροτική πόλη Σαρλρουά των Αρδέννων. Κατά την μαρτυρία του γιατρού που βοήθησε στην γέννηση του ,όταν γεννήθηκε άφησε για λιγα λεπτά το μωρό στο κρεββάτι .Μόλις επέστρεψε το νεογέννητο είχε ήδη μετακινηθεί μόνο του μπουσουλώντας πολλά μέτρα. Αυτό εντυπωσίασε τον γιατρό που σχολίασε: “βιάζεται για περιπέτειες αυτός” Αυτή η αρχική εικόνα εκφράζει κι όλη την μετέπειτα εντυπωσιακή και περιπετειώδη ζωή του Αρθούρου Ρεμπώ.

Ο πατέρας του Φρεντερίκ ήταν στρατιωτικός και στον ελεύθερο χρόνο του συγγραφέας. Και τα δύο αυτά δεν άρεσαν στην μητέρα του Βιταλι κυιφ, κόρη ευπορου αγρότη, η οποία κι ήταν μονίμως επικριτική στον άντρα της. Ο νεαρός Αρτυρ μαζί με τ’ αδελφια του περνούσε τον παιδικό κι εφηβικά του χρονο στο οικογενειακό αγρόκτημα. Όταν ηταν 6 χρονών ο πατέρας του ,προφανώς επειδή δεν άντεχε την συμπεριφορά της συζύγου του αλλα και γιατί ήταν σε μόνιμη λόγω επαγγέλματος κατάσταση φυγής ,εγκατέλειψε την οικογένεια και δεν επέστρεψε ποτέ.

Η όλη οικογενειακή κατάσταση κι η πατρική απουσία επηρέασαν τον νεαρό Ρεμπώ, ο οποίος κι όπως θα δούμε πιο μετά μετέφερε την οργισμένη και ταυτόχρονα τρυφερή αίσθηση για τον πατέρα του ,στον ποιητη Βερλαιν. Μετα την φυγή του πατέρα η ζωή για τον νεαρό Αρτυρ και τ’αδελφια του έγινε δύσκολη λόγω οικονομικών προβλημάτων αλλά και λόγω του σκληρού χαρακτήρα της μητέρας του όπως ο ίδιος έγραψε στο ποίημα του Les poetes de sept and ( ο επτάχρονος ποιητής).

Τον Οκτώβριο του 1861 ο Ρεμπώ μαζί με τον αδελφό του εισήχθησαν στο Ινστιτούτο Ροσσα, όπου και στα 3 χρόνια που φοίτησε πήρε αριστεία στα Λατινικά ,γραμματική, Ιστορία, γεωγραφία κι αριθμητική. Η σιδηρά αυστηρότητα της μητέρας του τον είχε βυθίσει σε μοναξιά γιατί δεν διασκέδαζε όπως τα άλλα παιδιά. Μελετούσε πολύ. Γι’αυτό όταν το 1865 μεταφέρθηκε στο κολλέγιο του Σαρλβιλ, η μαθησιακή του ικανότητα εντυπωσίασε τους πάντες έτσι ώστε κρίθηκε σωστά απο τους εκπαιδευτικούς να μεταπηδήσει απο την Πέμπτη τάξη του δημοτικού στην πρώτη γυμνασίου. Ήταν τότε που το ποίημα του με τιτλο ” les Etrennes des orphelins ” δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα La Revue pour Tous κι εντυπωσίασε. Λίγες μέρες μετά την δημοσίευση έφτασε στο σχολείο ο νέος δάσκαλος Georges Izambard(Ζωρζ Ιζαμπαρ), ο οποίος κι έμελλε να εξελιχθεί σε ενα είδος λογοτεχνικού συμβούλου του Ρεμπώ. Ο νεαρός Αρτυρ έγραφε ποίηση κι ο Ιζαμπαρ του δάνειζε συνεχώς βιβλία.

Από ένα από αυτά ,την ανθολογία των Παρνασιστών , έμαθε πολλά κι απέστειλε μάλιστα κι ο ίδιος ενα δικο του ποίημα που όμως δεν δημοσιεύτηκε. Στις 19 Ιουλίου του 1870 ,με την κήρυξη του Γαλλοπρωσσικου πολέμου, το σχολείο κλείνει κι Ιζαμπαρ φεύγει ,προκαλώντας μελαγχολία στον Ρεμπώ ο οποίος και στις 31 Αυγούστου εγκαταλείπει το σπίτι του και με τρένο ξεκίνησε για Παρίσι. Επειδή δεν είχε λεφτά παρα μέχρι την μισή διαδρομή, κρύφτηκε στην υπόλοιπη. Φτάνοντας όμως στο Παρίσι ,έγινε αντιληπτός απο την αστυνομία ,συνελήφθη και φυλακίστηκε. Ευτυχώς που έστειλε επιστολή στον Ιζαμπαρ, ο οποίος και παρενέβη.

Έτσι οι αρχές τον έστειλαν στον δάσκαλο του ο οποίος και τον φιλοξένησε στην οικογένεια του στο Ντουαι. Παρέμεινε εκεί 3 περίπου εβδομάδες κι εργάστηκε σαν δημοσιογράφος στην εφημερίδα Liberal du Nord ,εκδότης της οποίας ήταν ο Ιζαμπαρ. Η μητέρα όμως του Ρεμπώ κατηγόρησε τον δάσκαλο του για την φυγή του γιού της ,με αποτέλεσμα στις 27 Σεπτεμβρίου ο Ρεμπώ να επιστρέψει σπίτι του συνοδευόμενος απο τον δάσκαλο του. Τότε η ποίηση του επηρεάζεται απο όσα είχε ζήσει. Ο νεαρός διψούσε να φεύγει ,διψούσε για ταξίδια όπως ο πατέρας του. Γι’ αυτό και μια εβδομάδα μετά ξανάφυγε.

Πέρασε απο Σαρλερουα αναζητώντας δουλειά στην τοπική εφημερίδα, το Φυμε, τις Βρυξέλλες ,ώσπου κατέληξε και πάλι στο σπίτι του δασκάλου του στο Ντουαι. Η ανάγκη ” πατρικής προστασίας” τον είχε εκ νέου οδηγήσει στον Ιζαμπαρ. Όμως δεν έμεινε κι έφυγε ξανά για Παρίσι, όπου κι υπολογίζεται οτι βρέθηκε εκεί στο αποκορύφωμα των γεγονότων της Κομμούνας Απρίλιο του 1871. Η παρουσία του εκεί επιβεβαιώθηκε απο τον Βερλαιν κι απο μια έκθεση της αστυνομίας του 1873 που επιβεβαίωνε οτι ήταν “μελος των ατάκτων της κομμούνας”. Τρία μάλιστα ποιηματα του ( L’Orgie parisienne, Les Mains de Jeanne-Marie , Chant de Guerrero parisien) θεωρούνται επηρεασμένα απο την Κομμούνα. Το 1871 απογοητευμένος απο την ως τώρα ζωή του στέλνει επιστολή στον δάσκαλο του και μαζί το ποίημα “le Coeur vole “( κλεμμένη καρδιά), προκαλώντας την οργή του Ιζαμπαρ που το χαρακτήρισε ” κακοηθες”.

Ο Ρεμπώ όμως στέλνει και δεύτερη σημαντική επιστολή στον Πωλ Ντεμενυ (Lettre du voyant-επιστολη του οραματιστή), στην οποία σύμφωνα το όραμα κι τις αισθητικές του ιδέες χαρακτηρίζει τον ποιητή ως ένα “μέσο της ποίησης” ,ως ένα οραματιστή, προφήτη, που δεν συμβαδίζει με την πραγματικότητα αλλα την ξεπερνά . Μια θέση που επανέλαβε κι ο Όσκαρ Ουάιλντ όταν έλεγε οτι η ζωή μιμείται την τέχνη κι οχι το αντίθετο. Η ανάγκη να βρει εργασία και η πίεση της μητέρας του, οδήγησαν τον Ρεμπώ να ζητήσει την βοήθεια των παρνασσιστών.

Ο ποιητής Σαρλ Μπρεταν τον συστήνει στον Βερλαιν ,στον οποίο ο Ρεμπώ έστειλε επιστολή θαυμασμού εσωκλείοντας ποιήματα του. Γοητευμένος ο Βερλαιν απο την ποίηση του νεαρού, τον εγκαθιστά σπίτι του και τον ενισχύει οικονομικά. Τον ενσωμάτωσε δε στον κύκλο των παρνασσιστων. Αυτος ο νεαρός με το ” παιδικό πρόσωπο ” όπως έγραψε ο ποιητής Λεον Βαλαντ το 1871, “και τα άγρια παρα συνεσταλμενα βαθυλαλανα μάτια ” διηγε εκλυτο βιο στο Παρίσι, συναρπάζοντας και φοβίζοντας ταυτόχρονα όλους ” με την φαντασία του,τις εκπληκτικές δυνατότητες και την αχρειότητα του”. Άλλοτε θεωρούμενος ομοφυλόφιλος ,άλλοτε αναρχικός ,ο Ρεμπώ, τάραξε την ζωή του Βερλαιν και κυρίως τον γάμο του. Τον Ιούλιο του 1872 αφού εγκατέλειψε αυτός ο τελευταίος σύζυγο και γυιο, φεύγουν με τον Ρεμπώ για Βέλγιο και Λονδίνο. Εκεί ο Αρτυρ συνέθεσε την συλλογή του “εκλάμψεις”. Ένα χρόνο μετά επισκέφτηκε στο Σαρλβιλ την οικογένεια του, στο αγρόκτημα της οποίας ξεκίνησε την επιμέλεια του πρώτου σχεδιάσματος του αριστουργήματος του ” μια εποχή στην κολαση”.

Η ζωή του με τον Βερλαιν ήταν παθιασμένη μιας και ο χαρακτήρας κι η εξεγερμένη άγρια φύση του Ρεμπώ του προκαλούσε ταυτόχρονα θαυμασμό και ζήλεια, έρωτα κι οργή. Ήταν σχέση πατερα-γιου και συνάμα δυο ερωτευμένων. Εται κάποια στιγμή στις Βρυξέλλες μεθυσμένος ο Βερλαιν πυροβόλησε τον Ρεμπώ και τον τραυμάτισε στο αριστερό χέρι. Καταδικάστηκε για την πράξη του αυτή δύο χρόνια φυλακή και 200 φράγκα πρόστιμο. Ο Ρεμπώ μετά από μικρή νοσηλεία επέστρεψε στην οικογένεια του όπου και με χρήματα της μητέρας του εξέδωσε το ” μια εποχή στην κολαση” σε λίγα αντίτυπα που μοίρασε γύρω του.

Από τον Μάιο του 1875 και τα επόμενα χρόνια ,η ζωή του Ρεμπώ κύλησε με συνεχείς μετακινήσεις και ταξίδια. Σταματώντας την ποίηση και το γράψιμο αποφάσισε να ζήσει αυτά που φανταζόταν ποιοτικά. Κι έδρασε ριζοσπαστικά κι ακραία. Έτσι πήγε ως μισθοφόρος στην Τζακάρτα, μετά πήγε σε Ιρλανδία, Λίβερπουλ, Χαβρη, Παρίσι, Βόρεια Γερμανία, Κοπεγχάγη, Στοκχόλμη, Κύπρο κι Αφρική. Το 1880 τον βρίσκουμε στο Χαραρ να εργάζεται με μεγάλη εμπορική επιτυχία σε εξαγωγές καφέ, ενώ παράλληλα οργάνωσε εξερευνητικές αποστολές με στόχο την χαρτογράφηση άγνωστων περιοχών. Έφτασε ως την Αιθιοπία και το Αντεν. Τον Απρίλιο του 1891 έφυγε απο το Χαραρ με την δεξιά του κνήμη πρησμένη. Κι επέστρεψε στην οικογένεια του στην φροντίδα της αδελφής του Ιζαμπέλ.Στο νοσοκομείο της Μασσαλίας τον ακρωτηρίασαν. Πέθανε στις 10 Νοεμβρίου του 1891 σε ηλικία 37 ετών.

Υπήρξε απο τους πρώτους μοντέρνους ποιητές που εγκατέλειψαν το κλασσικό μέτρο στην ποίηση. Η επιστολή του του 1871 προς τον Πωλ Ντεμενυ είναι η ουσία του οράματος του , για ένα ποιητή που εφευρίσκει το άγνωστο και την πραγματικότητα. Το χρέος αυτού του ποιητή οραματιστή,” προφήτη”, είναι η αυτογνωσία, η καλλιέργεια μυαλού και ψυχής, η λελογισμένη απορρύθμιση και συστηματική υπονόμευση των αισθήσεων, της συμβατικής λειτουργίας τους. Απέρριπτε μεγάλο μέρος της ιστορίας των ποιητών ,αναγνωρίζοντας όμως την συνεισφορά των Μπωντλαιρ, Μερα και Βερλαιν. Αναζήτησε την ” οικουμενική γλώσσα” συνδέοντας συχνά στον ποιητικό του λόγο αντίθετα ή ξένα στοιχεία ελευθέρων συνειρμών, κάτι που του έδινε συγγένεια με τον συμβολισμό αλλα και με τους μετά απο αυτόν σουρεαλιστές που τον ύμνησαν. Έγραψε εμπνεόμενος την ζωή του. Γι’ αυτό και σταμάτησε να γράφει για να ζήσει τα όνειρα της ζωής του. Ας προσευχηθούμε όλοι λοιπόν για τον μεγάλο Αρθουρο ,Αρτυρ, Ρεμπώ ,όπως γράφτηκε στην πλάκα του τάφου του.